σκυρόστρωση

σκυρόστρωση
και σκιρόστρωση και σκιρρόστρωση, η, Ν
1. η κατασκευή οδοστρώματος με σκυρόστρωμα
2. το σκυρόστρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο
/ σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώση (πρβλ. χαλικό-στρωση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκυρόστρωση — η στρώσιμο του δρόμου με σκύρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθόστρωση — η η επίστρωση με πέτρες, αλλ. σκυρόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. λιθόστρωσις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • σκιρ(ρ)όστρωση — η, Ν βλ. σκυρόστρωση …   Dictionary of Greek

  • σκύρο — και σκίρο και σκίρρο, το, Ν 1. σύντριμμα πέτρας, χαλίκι 2. στον πληθ. τα σκύρα μικρά κομμάτια πέτρας ακανόνιστου σχήματος παραγόμενα στα λατομεία με την συντριβή λίθων σε ειδικά μηχανήματα και χρησιμοποιούμενα στη δομική για την παρασκευή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”